ordbok svenska - grekisk

Svenska - ελληνικά

god på grekiska:

1. καλός καλός


Αυτός φαίνεται καλός άνθρωπος.
Ο καλός ο καπετάνιος στην φουρτούνα φαίνεται.

Grekisk ord "god"(καλός) kommer i set:

Επίθετα προσωπικότητας στα σουηδικά